- Ἰλοραίστης
- Ἰλοραίστης, [dialect] Dor. [suff] ἴλλ-τᾱς, α, ὁ, ([etym.] ῥαίω)A destroyer of Ilus, i.e. of Troy, prob. in Dosiad.Ara17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ιλοραίστης — Ἰλοραίστης και δωρ. τ. Ἰλοραίστας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τους Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + ραίστης (< ραίω «συντρίβω»), πρβλ. ανθρωπο ραίστης, λυκο ραίστης] … Dictionary of Greek